- λευκόχρυσος ή πλατίνα
- Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από προσχώσεις, σε μείγματα με τα άλλα μέταλλα της όγδοης ομάδας, όπως το όσμιο, το ιρίδιο, το ρόδιο, το παλλάδιο. Σημαντικά κοιτάσματα των μετάλλων αυτών υπάρχουν στα Ουράλια, στην Κολομβία και στο Τράνσβααλ. Τον λ. ανακάλυψε το 1735 ο Αντόνιο ντε Ουλόα σε μερικά μεταλλεύματα χρυσού της Κολομβίας. Αργότερα ονομάστηκε πλατίνα, από την ισπανική λέξη plata (= άργυρος), λόγω της ομοιότητάς του με το μέταλλο αυτό. Αρχικά δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στον λ., τον οποίο χρησιμοποιούσαν για να νοθεύουν τον άργυρο. Σήμερα, η αξία του φτάνει περίπου στο τριπλάσιο του χρυσού. Είναι μέταλλο αργυρόλευκο, λαμπερό, αρκετά μαλακό και ελατό, με ειδικό βάρος 21,45, σκληρότητα 4-4,5 και σημείο τήξης 1.769°C. Είναι ευγενές (δεν οξειδώνεται στον αέρα), αδρανές (παραμένει απρόσβλητο από τα ανόργανα οξέα), προσβάλλεται ωστόσο από το βασιλικό ύδωρ και γενικά από όλα τα διαλύματα που περιέχουν ελεύθερο χλώριο, οπότε σχηματίζεται χλωρολευκοχρυσικό οξύ. Σε υψηλές θερμοκρασίες αντιδρά με τον φωσφόρο, το θείο και το αρσενικό, σχηματίζοντας τα αντίστοιχα άλατα, όχι όμως με τα υδροξείδια, όπως του καλίου. Στη μορφή ενώσεων προσλαμβάνει αμμωνία και αμινικές βάσεις, για να δώσει πολύπλοκες και αρκετά σταθερές ενώσεις. Το στοιχείο λ. μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες μορφές, όπως σπόγγος του λ., μέλαν του λ., κολλοειδής λ., συμπαγές μέταλλο. Ο σπογγώδης λ. είναι μια πορώδης ελαφρότατη μάζα, με χρώμα βαθύ λευκόφαιο, η οποία σχηματίζεται με πύρωση του χλωρολευκοχρυσικού αμμώνιου. Ο μέλας λ. είναι λεπτότατη σκόνη που προκύπτει με καθίζηση εν θερμώ του χλωροπλατινικού οξέος, με την παρουσία αναγωγικών. Οι δύο αυτές ουσίες έχουν έντονη καταλυτική δράση και χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανικές μεθόδους, για παράδειγμα των υδρογονανθράκων και της οξείδωσης της αμμωνίας. Ο κολλοειδής λ. είναι φαιομέλανο λεπτό εναιώρημα με απολυμαντικές ιδιότητες, το οποίο σχηματίζεται αν χρησιμοποιηθεί βολταϊκό τόξο μεταξύ ηλεκτροδίων λ., εμβαπτισμένο σε αποσταγμένο νερό.
Το αμιγές μέταλλο παραλαμβάνεται με τήξη του σπογγώδους λ. σε χωνευτήρια με υπόστρωμα βάσης και περισυλλογή του ρευστοποιημένου μέταλλου σε δοχεία αργίλου.
Η εξαγωγή του γίνεται με μηχανικό πλύσιμο της άμμου. Επειδή το μετάλλευμα του λ. έχει μεγάλο ειδικό βάρος, διαχωρίζεται εύκολα από την άργιλο που το συνοδεύει, υφίσταται επεξεργασία με υδράργυρο για να εξαχθεί ο χρυσός και προσβάλλεται με βασιλικό ύδωρ για να διαχωριστεί από το διάλυμα ο λ. με τη μορφή χλωρολευκοχρυσικού αμμώνιου. Τελικά παραλαμβάνεται με πύρωση ο σπογγώδης λ., ο οποίος ακολούθως λειώνει.
Ο λ. δίνει δύο σειρές ενώσεων. Οι πιο ενδιαφέρουσες είναι το χλωρολευκοχρυσικό οξύ, το χλωρολευκοχρυσικό αμμώνιο και το χλωρολευκοχρυσικό κάλιο, χρήσιμο στην αναλυτική χημεία, το θειούχο και το χλωριούχο παράγωγο.
Σχηματίζει κράματα με πολλά μέταλλα. Το κράμα λ.-ιρίδιο είναι πολύ σκληρό και ανθεκτικό και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ηλεκτρικών συσκευών και προτύπων σταθμών, το κράμα λ.-χρυσός χρησιμοποιείται σε κοσμήματα, ο λ.-άργυρος για ηλεκτρικές συσκευές και κοσμήματα, το κράμα λ.-νικέλιο-χρώμιο για όργανα φυσικής και ο λ.-ρόδιο για ηλεκτρικά όργανα.
Ο λ. εφαρμόζεται στην ακτινολογία, στην οδοντιατρική, στη βιομηχανία του θειικού οξέος, σε χημικές συσκευές και κυρίως ως καταλύτης. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή λ. είναι η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, η Ρωσία, ο Καναδάς και η Κολομβία.
Διάφορα εργαστηριακά όργανα κατασκευασμένα από λευκόχρυσο.
Dictionary of Greek. 2013.